- ἀγλαόπαις
- ἀγλαό-παις, mit schönen Kindern
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
αγλαόπαις — ἀγλαόπαις ( αιδος), ο, η (Α) αυτός που έχει πολλά και ωραία παιδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγλαός + παῖς] … Dictionary of Greek
Ἀγλαόπαις — Ἀγλαόπη fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παις — ο, η (ΑΜ παῑς, παιδός, Α και παῑς και πάϊς) 1. ανήλικος άνθρωπος, παιδί 2. γόνος, τέκνο, αγόρι ή κορίτσι («γενομένων δὲ παίδων ἀρρένων καὶ θηλειῶν», Πλάτ.) αρχ. 1. νεαρός, νεανίας («ὣς τε γὰρ ἦ παῑδες νεαροὶ χῆραί τε γυναῑκες», Ομ. Ιλ.) 2. δούλος … Dictionary of Greek